Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ήρωες του 1821

Παπαφλέσσας
Ο Παπαφλέσσας ήταν κληρικός, πολιτικός, φλογερός κι ενθουσιώδης αγωνιστής, ήρωας αλλά και πρωτεργάτης της Eλληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν το 28ο παιδί του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου, δευτέρας συζύγου του Δημητρίου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Φλέσσας.
Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα. Όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Γρηγόριος (Γρηγόριος Φλέσσας, παπάς=Γρηγόριος Παπαφλέσσας). Μετέβη στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄και έλαβε το εκκλησιαστικό οφφίκιο του «Δικαίου», που σημαίνει αντιπρόσωπος του Πατριάρχη.
Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως, πως ο ιδιωτικός βίος του Παπαφλέσσα, κάθε άλλο παρά συμβάδιζε με το σχήμα της ιεροσύνης, το οποίο τον περιέλαβε. Κατηγορούνταν -και μάλλον όχι αβάσιμα- ως «έκδοτος στις ηδονές, με μανιώδη ροπή προς τον έκλυτο βίο», άσωτος, ασύδοτος, αλαζών, μέθυσος κι ότι γλεντοκοπούσε και ξόδευε στα φανερά με τις ερωμένες του προκαλώντας την κοινή γνώμη.
Η μύηση στην Φιλική Εταιρεία

Στην Κωνσταντινούπολη, ο Παπαφλέσσας γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον «τρελοπαπά». Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι Φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβόντουσαν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος.
Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο Φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο   αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον             εικ.από Βικιπαίδεια
Φιλικό απ´ τον λαιμό. Τον ανάγκασε να του τα πει όλα. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Εκεί έδωσε το όνομα Γρηγόριος Δικαίος από Κόρινθο, για να μην αναγνωριστεί από τους Τούρκους που τον είχαν στον κατάλογο των θανατοποινιτών και στις 21 Ιανουαρίου 1818 έλαβε την κωδική ονομασία «Αρμόδιος». Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.
Η οργάνωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο

Ο Παπαφλέσσας, αφού έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «πατριαρχικό έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη. Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του.
Η Επανάσταση ξεκινά

Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 20 Μαρτίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μπήκε με 150 άνδρες στην Καλαμάτα «να ενισχύσει τη φρουρά». Είπε στον Αρναούτογλου πως οι πληροφορίες μιλούσαν για πολλούς ληστές και καλά θα ήταν να έρθουν κι άλλοι για τη φρουρά. Ο διοικητής δέχτηκε.
Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο έπιασαν την άλλη πλευρά. Ο Αρναούτογλου κάτι κατάλαβε, αλλά ήταν αργά να αντιδράσει. Στις 23 Μαρτίου, οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26 Μαρτίου, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η Επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Η πολιτική δράση του Παπαφλέσσα και η εκστρατεία του Ιμπραήμ

Ο Παπαφλέσσας όμως, εκτός από στρατιωτικός ήταν και πολιτικός. Πήρε μέρος στη συγκέντρωση των Καλτετζών και συμφώνησε να συσταθεί η Πελοποννησιακή Γερουσία. Ήταν πληρεξούσιος στην Α' Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και στη Β' του Άστρους. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη το 1823.
Όταν το 1825, ο αλβανικής καταγωγής Αιγύπτιος πολέμαρχος Ιμπραήμ καταλάμβανε ακάθεκτος την Πελοπόννησο (ως σύμμαχος των Τούρκων, με αντάλλαγμα την διοίκηση της Κρήτης, της Κύπρου και της Πελοποννήσου) κι απειλούσε με καταστροφή τον ελληνικό αγώνα, το περιβόητο Εκτελεστικό, με πρόεδρο το Γ. Κουντουριώτη και γραμματέα τον Μαυροκορδάτο, άρχισε να συζητά πως ο μόνος τρόπος για ν' αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ ήταν να σχηματιστεί, με τα χρήματα του δεύτερου δανείου των δυο εκατομμυρίων λιρών, μισθωτός στρατός στην Αμερική που θα ερχόταν να πολεμήσει στην Ελλάδα! Λες και ο Ιμπραήμ θα περίμενε να φτιαχτεί πριν ο στρατός, να μεταφερθεί, με ιστιοφόρο τότε, από τα πέρατα του κόσμου στον τόπο μας κι έπειτα να μας πολεμήσει. Ο Παπαφλέσσας, ως υπουργός Εσωτερικών, πρότεινε να δοθεί αμνηστία, να απελευθερωθούν όλοι οι κρατούμενοι οι στρατιωτικοί ηγέτες που ήταν αντίθετοι με την κυβέρνηση Κουντουριώτη και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Οι καρέκλες, όμως, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανήγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αφήσει το Ναύπλιο και θα κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους ναπολεόντειους πολέμους. Κι όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους.
Η μάχη στο Μανιάκι
Γλαφυρότατη είναι η αφήγηση αυτών που προηγήθηκαν κι αυτών που επακολούθησαν της ηρωικής μάχης, μέσα από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου (πρώτου υπασπιστού του Κολοκοτρώνη):
Ο Παπαφλέσσας από τ' Ανάπλι τράβηξε για την Τριπολιτσά και μέσα στις τρεις μονάχα μέρες που έμεινε σ' αυτή σχημάτισε τον πυρήνα του εκστρατευτικού του σώματος. Στις εκκλήσεις που έκανε πρόστρεξαν καπεταναίοι κι αγωνιστές από την Αργολίδα, το Λεβίδι, τις Κερασιές κι από τον κάμπο της Τριπολιτσάς. Ήταν ίσαμε εφτακόσιοι.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στο χωριό Κουφάρι της Μεσσηνίας, κατάκοιτος από ποδάγρα. Σαν έμαθε πως έρχεται με στράτευμα ο Παπαφλέσσας του έγραψε θερμό γράμμα, όπου σ' αυτό του έλεγε πως ο Ιμπραήμ «είναι άλλος Ναπολέων ή Πύρρος της Ηπείρου, και τέλος, ότι είναι ανάγκη να δυνηθεί κατά πρώτον να τον πολεμήσει, εί δε μή τετέλεσται, το έθνος χάνεται».
Μαθαίνει πως ή κυβέρνηση αποφάσισε ν' αμνηστέψει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας να τους βγάλουν χωρίς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία.
Είναι φανερό, από το γράμμα αυτό, πως ο Παπαφλέσσας είχε συνείδηση πως τράβαγε στο χαμό του.
Ο στρατός του ανέβαινε τώρα σε 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη για ν' αντιβγεί στ' ασκέρι του Ιμπραήμ. Μα να, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραϊνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές από τον αδερφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές.
Η «Λεωνίδειος μάχη»
Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει από τη Δραίνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ο Π. Κεφάλας με 20, ο Πιέρος Βοϊδής κι ο Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ο Στ. Καπετανάκης με 20, ο Λίβας, ο Μπιτσιάνης κι ο αδερφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Έτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε δύο χιλιάδες άντρες.
Την άλλη μέρα το πρωί, 20 του Μάη, οι δικοί μας άρχισαν να φτιάνουν τρία ταμπούρια. Το πρώτο, το πιο βορινό, θα το έπιανε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, «δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν», και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των». Κάνει συμβούλιο. Ο ανιψιός του Ηλίας Φλέσσας και ο φίλος του Παναγιώτης Κεφάλας, τον συμβουλεύουν να πιάσουνε ψηλότερα στο βουνό απάνω, που έχουνε ήδη σταθεί οι περισσότεροι απ' τους άντρες του. Η πρόταση αυτή, που ήταν δείγμα φόβου κι όχι στρατηγικής τακτικής φέρνει την αντίδραση του Παπαφλέσσα:
«Εγώ δεν ήρθα εδώ για να μετρήσω τον στρατό του Ιμπραήμ απ' τα ψηλώματα. Πρέπει οπωσδήποτε να τον κρατήσω εδώ, στο Μανιάκι, διότι μόνο έτσι θα γλυτώσει ο Μοριάς. Καθίστε όλοι εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες».
Ήταν η πρώτη φορά που τους μίλησε για θάνατο. Η ελπίδα της πραγματικής στρατιωτικής νίκης, είχε σβήσει μέσα του...
Μα να, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι αν έμεναν στα πόστα που κράταγαν, πέφτουν στο Κρυόρεμα κι αρχίζουν να λακάνε. Μόλις πρόλαβαν να ξεφύγουν και κινήθηκε ή καβαλαρία του Ιμπραήμ. Μπήκε, από τα δεξιά, στο ρέμα και προχώρησε πέρα από το ταμπούρι πού κράταγε ο Παπαφλέσσας. Οι δικοί μας βρίσκονταν πια κυκλωμένοι. Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.
«Όπου να 'ναι φτάνουν, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μια ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ' ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες. Αδέρφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!».
Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ιδόντες τον προφανή κίνδυνον» παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. Τον σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο παπα-Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλικαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν. Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στον Κεφάλα:
- Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ' αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα.
Έπειτα γυρνά, πιάνει τον παπα-Γιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:
- Μου τα ντρόπιασες, παπα-Γιώργη!
Σταματά μια στιγμή και ύστερα του ξαναλέγει:
- Που να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου, όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ' αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μας σφάξουν όλους. Και θ' ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας. Τι φοβάσαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ; Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε. Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ' αδυνατίσουμε τη δύναμη του εχθρού και ή ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, παπα-Γιώργη!
Ίσως ή τελευταία αυτή φράση να κρύβει όλο το μυστικό της υποσυνείδητης παρόρμησής του ν' αντιμετωπίσει, κάτω από τόσο απελπιστικές συνθήκες, τον εχθρό. Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει. Η Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τούτον Παπαφλέσσα, θ' αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του.
Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού. Δυο φορές έφτασαν ίσαμε τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ' αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν. Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε βορινά μια μπαταρία. Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια. Ο Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας. Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Ο ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του. Τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση. Μα όταν έφτασε σ' αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».
Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν Τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα. Όπως οι εχθροί φόραγαν κόκκινες στολές, «ο τόπος όλος εκοκκίνισεν από αυτές κι από τα αίματα». Ο σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει η σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ή παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ο Φωτάκος.
Το φιλί του Ιμπραήμ
Κατέβηκε τέλος κι ο Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετά παράγγειλε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρός ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι τούτον ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ' αυτό. Ο Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», θαυμάζοντας το επιβλητικό του παράστημα,γυρνά και λέει αυθόρμητα στους αξιωματικούς του:
«Πραγματικά, στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε». Και συνέχισε «Εάν η Ελλάδα είχε κι άλλους σαν τον Παπαφλέσσαν δεν θα μπορούσα ν' αναλάβω αυτήν την εκστρατείαν».
Πηγή:www.pare-dose.net
Επιμέλεια: Μαριάννα Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου